- χαραχτήρας
- οβλ. χαρακτήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαραχτήρας — ο, Ν βλ. χαρακτήρας … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — χαρακτήρας, ο και χαραχτήρας, ο 1. το διακριτικό γνώρισμα, το χαρακτηριστικό ιδίωμα, η ιδιότητα: Εύκολα κανείς μπορεί να γνωρίσει το γραφικό του χαρακτήρα. 2. ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων: Αυτός είναι άνθρωπος με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)